επισφραγίζω — επισφραγίζω, επισφράγισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επισφραγίζω — (AM ἐπισφραγίζω) 1. μτφ. δίνω κύρος σε κάτι, επιβεβαιώνω, επικυρώνω, επιδοκιμάζω (α. «τα λόγια του επισφράγισαν τη γνώμη μου» β. «ἐν ἀμφοτέροις (φιλοσοφίᾳ καὶ θεοσοφίᾳ) εὐδοκιμῶν, τῇ καλῇ ὁμολογίᾳ ἐπεσφράγισας ἀμφότερα», Μηναία) 2. ολοκληρώνω,… … Dictionary of Greek
επισφραγίζω — επισφράγισα, επισφραγίστηκα, επισφραγισμένος, μτβ. 1. βάζω σφραγίδα σε κάτι, το σφραγίζω. 2. μτφ., δίνω κύρος σε κάτι, το επιβεβαιώνω: Επισφραγίστηκε η γνώμη μου με τα λεγόμενά του. 3. μτφ., ολοκληρώνω κάτι με κάποια τελευταία πράξη, επιστεγάζω:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπισφραγιεῖ — ἐπισφραγίζω put a seal on fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπισφραγίζω put a seal on fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐπισφρᾱγιεῖ , ἐπισφραγίζω put a seal on fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπισφρᾱγιεῖ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισφραγιζομένων — ἐπισφραγίζω put a seal on pres part mp fem gen pl ἐπισφραγίζω put a seal on pres part mp masc/neut gen pl ἐπισφρᾱγιζομένων , ἐπισφραγίζω put a seal on pres part mp fem gen pl ἐπισφρᾱγιζομένων , ἐπισφραγίζω put a seal on pres part mp masc/neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισφραγιζόμεθα — ἐπισφραγίζω put a seal on pres ind mp 1st pl ἐπισφρᾱγιζόμεθα , ἐπισφραγίζω put a seal on pres ind mp 1st pl ἐπισφραγίζω put a seal on imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) ἐπισφρᾱγιζόμεθα , ἐπισφραγίζω put a seal on imperf ind mp 1st pl (homeric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισφραγιοῦντα — ἐπισφραγίζω put a seal on fut part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπισφραγίζω put a seal on fut part act masc acc sg (attic epic doric) ἐπισφρᾱγιοῦντα , ἐπισφραγίζω put a seal on fut part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισφραγισαμένων — ἐπισφραγίζω put a seal on aor part mid fem gen pl ἐπισφραγίζω put a seal on aor part mid masc/neut gen pl ἐπισφρᾱγισαμένων , ἐπισφραγίζω put a seal on aor part mid fem gen pl ἐπισφρᾱγισαμένων , ἐπισφραγίζω put a seal on aor part mid masc/neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισφραγισθέντα — ἐπισφραγίζω put a seal on aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐπισφραγίζω put a seal on aor part pass masc acc sg ἐπισφρᾱγισθέντα , ἐπισφραγίζω put a seal on aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐπισφρᾱγισθέντα , ἐπισφραγίζω put a seal on aor part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισφραγισάντων — ἐπισφραγίζω put a seal on aor part act masc/neut gen pl ἐπισφραγίζω put a seal on aor imperat act 3rd pl ἐπισφρᾱγισάντων , ἐπισφραγίζω put a seal on aor part act masc/neut gen pl ἐπισφρᾱγισάντων , ἐπισφραγίζω put a seal on aor imperat act 3rd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)